αντιφυλλοξηρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιφυλλοξηρικός | η | αντιφυλλοξηρική | το | αντιφυλλοξηρικό |
| γενική | του | αντιφυλλοξηρικού | της | αντιφυλλοξηρικής | του | αντιφυλλοξηρικού |
| αιτιατική | τον | αντιφυλλοξηρικό | την | αντιφυλλοξηρική | το | αντιφυλλοξηρικό |
| κλητική | αντιφυλλοξηρικέ | αντιφυλλοξηρική | αντιφυλλοξηρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιφυλλοξηρικοί | οι | αντιφυλλοξηρικές | τα | αντιφυλλοξηρικά |
| γενική | των | αντιφυλλοξηρικών | των | αντιφυλλοξηρικών | των | αντιφυλλοξηρικών |
| αιτιατική | τους | αντιφυλλοξηρικούς | τις | αντιφυλλοξηρικές | τα | αντιφυλλοξηρικά |
| κλητική | αντιφυλλοξηρικοί | αντιφυλλοξηρικές | αντιφυλλοξηρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιφυλλοξηρικός < αντι- + φυλλοξηρικός
Μεταφράσεις
αντιφυλλοξηρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.