αντιφασιστών

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αντιφασιστών αρσενικό

  1. γενική πληθυντικού του αντιφασίστας
  2. (σπάνιο) γενική πληθυντικού του αντιφασιστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.