αντιφασιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιφασιστής οι αντιφασιστές
      γενική του αντιφασιστή των αντιφασιστών
    αιτιατική τον αντιφασιστή τους αντιφασιστές
     κλητική αντιφασιστή αντιφασιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιφασιστής < αντι- + φασιστής

Ουσιαστικό

αντιφασιστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.