αντιυπερτασικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αντιυπερτασικό | τα | αντιυπερτασικά |
| γενική | του | αντιυπερτασικού | των | αντιυπερτασικών |
| αιτιατική | το | αντιυπερτασικό | τα | αντιυπερτασικά |
| κλητική | αντιυπερτασικό | αντιυπερτασικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιυπερτασικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιυπερτασικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
αντιυπερτασικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
αντιυπερτασικό
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αντιυπερτασικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιυπερτασικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιυπερτασικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.