αντιτορπιλλικό

Ελληνικά (el)
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | αντιτορπιλλικό | αντιτορπιλλικά |
| γενική | αντιτορπιλλικού | αντιτορπιλλικών |
| αιτιατική | αντιτορπιλλικό | αντιτορπιλλικά |
| κλητική | αντιτορπιλλικό | αντιτορπιλλικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.