αντισυφιλιδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντισυφιλιδικός η αντισυφιλιδική το αντισυφιλιδικό
      γενική του αντισυφιλιδικού της αντισυφιλιδικής του αντισυφιλιδικού
    αιτιατική τον αντισυφιλιδικό την αντισυφιλιδική το αντισυφιλιδικό
     κλητική αντισυφιλιδικέ αντισυφιλιδική αντισυφιλιδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντισυφιλιδικοί οι αντισυφιλιδικές τα αντισυφιλιδικά
      γενική των αντισυφιλιδικών των αντισυφιλιδικών των αντισυφιλιδικών
    αιτιατική τους αντισυφιλιδικούς τις αντισυφιλιδικές τα αντισυφιλιδικά
     κλητική αντισυφιλιδικοί αντισυφιλιδικές αντισυφιλιδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντισυφιλιδικός < αντι- + συφιλιδικός, (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀντισυφιλιδικός [1] < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antisyphilitique < anti- + syphilitique  και δείτε τη λέξη σύφιλη

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.si.fi.li.ðiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντισυφιλιδικός

Επίθετο

αντισυφιλιδικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 110, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.