αντιρομαντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιρομαντικός η αντιρομαντική το αντιρομαντικό
      γενική του αντιρομαντικού της αντιρομαντικής του αντιρομαντικού
    αιτιατική τον αντιρομαντικό την αντιρομαντική το αντιρομαντικό
     κλητική αντιρομαντικέ αντιρομαντική αντιρομαντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιρομαντικοί οι αντιρομαντικές τα αντιρομαντικά
      γενική των αντιρομαντικών των αντιρομαντικών των αντιρομαντικών
    αιτιατική τους αντιρομαντικούς τις αντιρομαντικές τα αντιρομαντικά
     κλητική αντιρομαντικοί αντιρομαντικές αντιρομαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιρομαντικός < αντι- + ρομαντικός

Επίθετο

αντιρομαντικός -ή, ο (και αντι-ρομαντικός)

  1. που απορρίπτει τα χαρακτηριστικά του ρομαντικού ή έχει τα αντίθετα από αυτά· που διακρίνεται από απάθεια ή έλλειψη ευαισθησιών, συναισθηματικών εντάσεων
  2. που χαρακτηρίζεται από πρακτικό και ρεαλιστικό πνεύμα

Ουσιαστικό

αντιρομαντικός αρσενικό θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.