αντιρασιοναλιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιρασιοναλιστικός η αντιρασιοναλιστική το αντιρασιοναλιστικό
      γενική του αντιρασιοναλιστικού της αντιρασιοναλιστικής του αντιρασιοναλιστικού
    αιτιατική τον αντιρασιοναλιστικό την αντιρασιοναλιστική το αντιρασιοναλιστικό
     κλητική αντιρασιοναλιστικέ αντιρασιοναλιστική αντιρασιοναλιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιρασιοναλιστικοί οι αντιρασιοναλιστικές τα αντιρασιοναλιστικά
      γενική των αντιρασιοναλιστικών των αντιρασιοναλιστικών των αντιρασιοναλιστικών
    αιτιατική τους αντιρασιοναλιστικούς τις αντιρασιοναλιστικές τα αντιρασιοναλιστικά
     κλητική αντιρασιοναλιστικοί αντιρασιοναλιστικές αντιρασιοναλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιρασιοναλιστικός < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική antirationalistic. Αναλύεται σε αντι- + ρασιοναλιστικός

Επίθετο

αντιρασιοναλιστικός, -ή, -ό [1]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αντιρασιοναλιστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.