αντιπλημμυρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπλημμυρικός η αντιπλημμυρική το αντιπλημμυρικό
      γενική του αντιπλημμυρικού της αντιπλημμυρικής του αντιπλημμυρικού
    αιτιατική τον αντιπλημμυρικό την αντιπλημμυρική το αντιπλημμυρικό
     κλητική αντιπλημμυρικέ αντιπλημμυρική αντιπλημμυρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπλημμυρικοί οι αντιπλημμυρικές τα αντιπλημμυρικά
      γενική των αντιπλημμυρικών των αντιπλημμυρικών των αντιπλημμυρικών
    αιτιατική τους αντιπλημμυρικούς τις αντιπλημμυρικές τα αντιπλημμυρικά
     κλητική αντιπλημμυρικοί αντιπλημμυρικές αντιπλημμυρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιπλημμυρικός < αντι- + πλημμύρα + -ικός

Επίθετο

αντιπλημμυρικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.