αντιπλημμυρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιπλημμυρικός | η | αντιπλημμυρική | το | αντιπλημμυρικό |
| γενική | του | αντιπλημμυρικού | της | αντιπλημμυρικής | του | αντιπλημμυρικού |
| αιτιατική | τον | αντιπλημμυρικό | την | αντιπλημμυρική | το | αντιπλημμυρικό |
| κλητική | αντιπλημμυρικέ | αντιπλημμυρική | αντιπλημμυρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιπλημμυρικοί | οι | αντιπλημμυρικές | τα | αντιπλημμυρικά |
| γενική | των | αντιπλημμυρικών | των | αντιπλημμυρικών | των | αντιπλημμυρικών |
| αιτιατική | τους | αντιπλημμυρικούς | τις | αντιπλημμυρικές | τα | αντιπλημμυρικά |
| κλητική | αντιπλημμυρικοί | αντιπλημμυρικές | αντιπλημμυρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πλημμύρα
Μεταφράσεις
αντιπλημμυρικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.