αντιπληθωρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιπληθωρισμός οι αντιπληθωρισμοί
      γενική του αντιπληθωρισμού των αντιπληθωρισμών
    αιτιατική τον αντιπληθωρισμό τους αντιπληθωρισμούς
     κλητική αντιπληθωρισμέ αντιπληθωρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιπληθωρισμός < αντι- + πληθωρισμός

Ουσιαστικό

αντιπληθωρισμός αρσενικό

  1. (οικονομία) ο πληθωρισμός με αρνητικό πρόσημο
  2. (οικονομία) η πολιτική που στοχεύει στη μείωση του πληθωρισμού

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.