αντιμονιούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιμονιούχος η αντιμονιούχα το αντιμονιούχο
      γενική του αντιμονιούχου της αντιμονιούχας του αντιμονιούχου
    αιτιατική τον αντιμονιούχο την αντιμονιούχα το αντιμονιούχο
     κλητική αντιμονιούχε αντιμονιούχα αντιμονιούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιμονιούχοι οι αντιμονιούχες τα αντιμονιούχα
      γενική των αντιμονιούχων των αντιμονιούχων των αντιμονιούχων
    αιτιατική τους αντιμονιούχους τις αντιμονιούχες τα αντιμονιούχα
     κλητική αντιμονιούχοι αντιμονιούχες αντιμονιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιμονιούχος < αντιμόνιο + -ούχος

Επίθετο

αντιμονιούχος, -α, -ο

  • (χημεία) χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο αντιμονίου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.