αντιμονίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιμονίτης οι αντιμονίτες
      γενική του αντιμονίτη των αντιμονιτών
    αιτιατική τον αντιμονίτη τους αντιμονίτες
     κλητική αντιμονίτη αντιμονίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιμονίτης < αντιμόνιο + -ίτης

Ουσιαστικό

αντιμονίτης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.