αντιμηνιγγιτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιμηνιγγιτικός η αντιμηνιγγιτική το αντιμηνιγγιτικό
      γενική του αντιμηνιγγιτικού της αντιμηνιγγιτικής του αντιμηνιγγιτικού
    αιτιατική τον αντιμηνιγγιτικό την αντιμηνιγγιτική το αντιμηνιγγιτικό
     κλητική αντιμηνιγγιτικέ αντιμηνιγγιτική αντιμηνιγγιτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιμηνιγγιτικοί οι αντιμηνιγγιτικές τα αντιμηνιγγιτικά
      γενική των αντιμηνιγγιτικών των αντιμηνιγγιτικών των αντιμηνιγγιτικών
    αιτιατική τους αντιμηνιγγιτικούς τις αντιμηνιγγιτικές τα αντιμηνιγγιτικά
     κλητική αντιμηνιγγιτικοί αντιμηνιγγιτικές αντιμηνιγγιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιμηνιγγιτικός < αντι- + μηνιγγιτικός

Επίθετο

αντιμηνιγγιτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.