αντιμετατίθεμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντιμετατίθεμαι, παθητική φωνή του αντιμεταθέτω

Ρήμα

αντιμετατίθεμαι, στ.μέλλ.: θα αντιμετατεθώ, αόρ.: αντιμετατέθηκα

 δείτε τη λέξη αντιμεταθέτω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.