αντιιικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιιικός | η | αντιιική | το | αντιιικό |
| γενική | του | αντιιικού | της | αντιιικής | του | αντιιικού |
| αιτιατική | τον | αντιιικό | την | αντιιική | το | αντιιικό |
| κλητική | αντιιικέ | αντιιική | αντιιικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιιικοί | οι | αντιιικές | τα | αντιιικά |
| γενική | των | αντιιικών | των | αντιιικών | των | αντιιικών |
| αιτιατική | τους | αντιιικούς | τις | αντιιικές | τα | αντιιικά |
| κλητική | αντιιικοί | αντιιικές | αντιιικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αντιιικός, -ή, -ό
- (βιολογία, φαρμακευτική) που καταπολεμά τους ιούς
- (πληροφορική) που καταπολεμά τους ιούς
- (πληροφορική) (ουσιαστικοποιημένο) αντιιικό: το σχετικό υπολογιστικό πρόγραμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.