αντιαρματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιαρματικός η αντιαρματική το αντιαρματικό
      γενική του αντιαρματικού της αντιαρματικής του αντιαρματικού
    αιτιατική τον αντιαρματικό την αντιαρματική το αντιαρματικό
     κλητική αντιαρματικέ αντιαρματική αντιαρματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιαρματικοί οι αντιαρματικές τα αντιαρματικά
      γενική των αντιαρματικών των αντιαρματικών των αντιαρματικών
    αιτιατική τους αντιαρματικούς τις αντιαρματικές τα αντιαρματικά
     κλητική αντιαρματικοί αντιαρματικές αντιαρματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιαρματικός < αντι- + (άρμα) αρματ- + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική antitank / anti-tank < αρχαία ελληνική αντι- + tank

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.aɾ.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιαρματικός
 

Επίθετο

αντιαρματικός, -ή, -ό

  • (στρατιωτικός όρος) για οπλισμό ή αμυντικά μέσα που χρησιμοποιούνται εναντίον τεθωρακισμένων οχημάτων

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.