αντιαιμορραγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιαιμορραγικός | η | αντιαιμορραγική | το | αντιαιμορραγικό |
| γενική | του | αντιαιμορραγικού | της | αντιαιμορραγικής | του | αντιαιμορραγικού |
| αιτιατική | τον | αντιαιμορραγικό | την | αντιαιμορραγική | το | αντιαιμορραγικό |
| κλητική | αντιαιμορραγικέ | αντιαιμορραγική | αντιαιμορραγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιαιμορραγικοί | οι | αντιαιμορραγικές | τα | αντιαιμορραγικά |
| γενική | των | αντιαιμορραγικών | των | αντιαιμορραγικών | των | αντιαιμορραγικών |
| αιτιατική | τους | αντιαιμορραγικούς | τις | αντιαιμορραγικές | τα | αντιαιμορραγικά |
| κλητική | αντιαιμορραγικοί | αντιαιμορραγικές | αντιαιμορραγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιαιμορραγικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αντιαιμορραγικός
- που αποβλέπει στην πρόληψη ή την παύση μιας αιμορραγίας
- η βιταμίνη Κ έχει αντιαιμορραγική δράση
- αντιαιμορραγική βιταμίνη
Μεταφράσεις
αντιαιμορραγικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.