αντζουγόπαστα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντζουγόπαστα οι αντζουγόπαστες
      γενική της αντζουγόπαστας των αντζουγοπαστών
    αιτιατική την αντζουγόπαστα τις αντζουγόπαστες
     κλητική αντζουγόπαστα αντζουγόπαστες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντζουγόπαστα < αντζούγια + -ο- + πάστα

Ουσιαστικό

αντζουγόπαστα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.