αντίψυχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντίψυχος η αντίψυχη το αντίψυχο
      γενική του αντίψυχου της αντίψυχης του αντίψυχου
    αιτιατική τον αντίψυχο την αντίψυχη το αντίψυχο
     κλητική αντίψυχε αντίψυχη αντίψυχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντίψυχοι οι αντίψυχες τα αντίψυχα
      γενική των αντίψυχων των αντίψυχων των αντίψυχων
    αιτιατική τους αντίψυχους τις αντίψυχες τα αντίψυχα
     κλητική αντίψυχοι αντίψυχες αντίψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντίψυχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντίψυχος < ἀντί + αρχαία ελληνική ψυχή -ψυχος

Επίθετο

αντίψυχος, -η, -ο [1]

  1. που δίνεται για τη σωτηρία της ψυχής
  2. που χρησιμοποιείται ως αντίδοτο
  3. που αναψύχει, που ευχαριστεί
  4. φυτό, βοτάνι με μεγικές ιδιότητες
      το σιδερόχορτο τρυγάν, τ' αντίψυχο μαζώνουν,
    τα μαγιοβότανα πιοτά, για κέρασμα, ρουφάμε
    Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του Βασιλιά, 1920

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αντίψυχος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.