αντίστοιχο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντίστοιχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντίστοιχος

Ουσιαστικό

αντίστοιχο ουδέτερο

  1. (έναρθρο) κάτι που επιτελεί την αντίστοιχη λειτουργία με κάτι άλλο
    ο καγκελάριος στο γερμανικό πολιτικό σύστημα είναι το αντίστοιχο του δικού μας πρωθυπουργού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.