αντάντε
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αντάντε
<
(
άμεσο δάνειο
)
ιταλική
andante
Επίρρημα
αντάντε
ουδέτερο
(
μουσική
)
όχι πολύ
γρήγορα
, ούτε πολύ
αργά
,
μέτρια
, ανάμεσα στο
αντάτζιο
και το
αλέγκρο
Μεταφράσεις
αντάντε
αγγλικά
:
andante
(en)
γαλλικά
:
andante
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.