ανιψιού

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ανιψιού αρσενικό

  1. γενική ενικού του ανιψιός

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ανιψιού ουδέτερο

  1. γενική ενικού του ανίψι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.