ανιψάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανιψάκι τα ανιψάκια
      γενική
    αιτιατική το ανιψάκι τα ανιψάκια
     κλητική ανιψάκι ανιψάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανιψάκι < ανίψι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

ανιψάκι ουδέτερο

  • ανεψίδι
  • ανιψούδι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.