ανθρακόνημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανθρακόνημα τα ανθρακονήματα
      γενική του ανθρακονήματος των ανθρακονημάτων
    αιτιατική το ανθρακόνημα τα ανθρακονήματα
     κλητική ανθρακόνημα ανθρακονήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ανθρακόνημα

Ετυμολογία

ανθρακόνημα < άνθρακας + νήμα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική carbon fiber (λέξη που άρχισε να χρησιμοποιείται μετά το 1970)

Ουσιαστικό

ανθρακόνημα ουδέτερο

  • (χημεία) (νεολογισμός) ανθεκτικό, συνθετικό υλικό το οποίο κατασκευάζεται από νήματα που μετά από κατάλληλη επεξεργασία περιέχουν μεγάλη ποσότητα άνθρακα

Συγγενικά

  • ανθρακονημάτινος

Μεταφράσεις

Πηγές

  • ανθρακόνημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.