ανεπαισθήτως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανεπαισθήτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνεπαισθήτως < ἀνεπαίσθητος

Επίρρημα

ανεπαισθήτως

  • (λόγιο) ανεπαίσθητα
      Χωρὶς περίσκεψιν, χωρὶς λύπην, χωρὶς αἰδὼ / μεγάλα κ’ ὑψηλὰ τριγύρω μου ἔκτισαν τείχη.
    [] Ἀλλὰ δὲν ἄκουσα ποτὲ κρότον κτιστῶν ἢ ἦχον. / Ἀνεπαισθήτως μ’ ἔκλεισαν ἀπὸ τὸν κόσμον ἔξω.
    Κωνσταντίνος Καβάφης, από το ποίημα Τείχη (1926) πρώτοι και τελευταίοι στίχοι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.