ανεπίστρεπτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανεπίστρεπτα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

ανεπίστρεπτα

  1. αυτά που δεν πρόκειται να επιστραφούν
    δανεικά και ανεπίστρεπτα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.