ανεμοσουρίζει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανεμοσουρίζει < ανεμο- + σουρίζω στο 3ο πρόσωπο ενικού υποθετικού τύπου *ανεμοσουρίζω  δείτε και τη λέξη σφυρίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ne.mo.suˈɾi.zi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμοσουρίζει

Ρήμα

ανεμοσουρίζει (απρόσωπο ρήμα)

  • (μετεωρολογία, ιδιωματικό)
    1. (Ήπειρος, Στερεά Ελλάδα) πέφτει χιόνι μαζί με δυνατό άνεμο
    2. (Ήπειρος: Ζαγόρι) συσσωρεύεται χιόνι από δυνατό άνεμο
    3. (αμετάβατο) με χτυπάει δυνατός άνεμος
       δείτε 'ναμουσουρά (Σύμη)

  • ανεμοσουράει

ιδιωματικές προφορές, μορφές:

  • ανεμοσουριαίνει, ανεμοσουριαίνεται (Λακωνία, Πελοπόννησος)
  • ανιμουσουρίζ' (Ζαγόρι)
  • ΄ναμουσουρά (Σύμη)

Ρηματικοί τύποι

  • ανεμοσουρισμένος (μετοχή)

Συγγενικά

  • ανεμοσουρά (ιδιωματικό)
  • ανεμοσούρι
  • ανεμουσούρι
  • ανεμοσούριασμα (ιδιωματικό, Μακεδονία)
  • ανεμοσούρισμα
  • ανεμοσουριασμένος (μετοχή)
  • ανεμοσουρισμένος (μετοχή)
  • ανεμουσούριασμα (ιδιωματικό, Ήπειρος)

 και δείτε τις λέξεις άνεμος και σουρίζω

  • ανεμοσούσουρρο (ιδιωματικό, Σαντορίνη)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.