ανεκδοτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεκδοτικός | η | ανεκδοτική | το | ανεκδοτικό |
| γενική | του | ανεκδοτικού | της | ανεκδοτικής | του | ανεκδοτικού |
| αιτιατική | τον | ανεκδοτικό | την | ανεκδοτική | το | ανεκδοτικό |
| κλητική | ανεκδοτικέ | ανεκδοτική | ανεκδοτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεκδοτικοί | οι | ανεκδοτικές | τα | ανεκδοτικά |
| γενική | των | ανεκδοτικών | των | ανεκδοτικών | των | ανεκδοτικών |
| αιτιατική | τους | ανεκδοτικούς | τις | ανεκδοτικές | τα | ανεκδοτικά |
| κλητική | ανεκδοτικοί | ανεκδοτικές | ανεκδοτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεκδοτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anecdotique < anecdote < αρχαία ελληνική ἀνέκδοτος < ἀν- + ἔκδοτος < ἐκδίδωμι < ἐκ- + δίδωμι
Επίθετο
ανεκδοτικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
ανεκδοτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.