ανδαλουσιανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανδαλουσιανός η ανδαλουσιανή το ανδαλουσιανό
      γενική του ανδαλουσιανού της ανδαλουσιανής του ανδαλουσιανού
    αιτιατική τον ανδαλουσιανό την ανδαλουσιανή το ανδαλουσιανό
     κλητική ανδαλουσιανέ ανδαλουσιανή ανδαλουσιανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανδαλουσιανοί οι ανδαλουσιανές τα ανδαλουσιανά
      γενική των ανδαλουσιανών των ανδαλουσιανών των ανδαλουσιανών
    αιτιατική τους ανδαλουσιανούς τις ανδαλουσιανές τα ανδαλουσιανά
     κλητική ανδαλουσιανοί ανδαλουσιανές ανδαλουσιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανδαλουσιανός < Ανδαλουσί(α) + -ανός

Προφορά

ΔΦΑ : /an.ða.lu.si.aˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανδαλουσιανός

Επίθετο

ανδαλουσιανός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Ανδαλουσία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.