ανατοκίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανατοκίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀνατοκίζω

Ρήμα

ανατοκίζω

  • ξανατοκίζω, τοκίζω εκ νέου, προσθέτω στο κεφάλαιο που έχω δανείσει (π.χ. 100 ευρώ) τους τόκους που έχουν συμφωνηθεί για το προηγούμενο διάστημα (π.χ. συνολικά 10 ευρώ για ένα χρόνο) και εφεξής θεωρώ (ή συμφωνώ) ότι το κεφάλαιο που έχω δανείσει έχει αυξηθεί (ότι η οφειλή είναι 110 ευρώ), οπότε στο εξής οι τόκοι υπολογίζονται για αυξημένο δάνειο (στο παράδεγιμα, για δανεισμένο κεφάλαιο ύψους 110 ευρώ)


Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.