ανασφάλιστα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ανασφάλιστα
< από το επίθετο
ανασφάλιστος
Επίρρημα
ανασφάλιστα
για κάτι που γίνεται χωρίς ασφάλεια ή χωρις ασφάλιση (
δύσχρηστο
επίρρημα)
Μεταφράσεις
ανασφάλιστα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανασφάλιστα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ανασφάλιστο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.