αναπλειστηριασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναπλειστηριασμός | οι | αναπλειστηριασμοί |
| γενική | του | αναπλειστηριασμού | των | αναπλειστηριασμών |
| αιτιατική | τον | αναπλειστηριασμό | τους | αναπλειστηριασμούς |
| κλητική | αναπλειστηριασμέ | αναπλειστηριασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναπλειστηριασμός < αναπλειστηριάζω + -μός
Ουσιαστικό
αναπλειστηριασμός αρσενικό
- ο εκ νέου πλειστηριασμός, η επανάληψη ενός αναβληθέντος ή ακυρωθέντος πλειστηριασμού
Συγγενικά
- αναπλειστηριάζω
- → δείτε τις λέξεις ανά, πλειστηριασμός και πλείστος
Μεταφράσεις
αναπλειστηριασμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.