αναντίστοιχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναντίστοιχος η αναντίστοιχη το αναντίστοιχο
      γενική του αναντίστοιχου της αναντίστοιχης του αναντίστοιχου
    αιτιατική τον αναντίστοιχο την αναντίστοιχη το αναντίστοιχο
     κλητική αναντίστοιχε αναντίστοιχη αναντίστοιχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναντίστοιχοι οι αναντίστοιχες τα αναντίστοιχα
      γενική των αναντίστοιχων των αναντίστοιχων των αναντίστοιχων
    αιτιατική τους αναντίστοιχους τις αναντίστοιχες τα αναντίστοιχα
     κλητική αναντίστοιχοι αναντίστοιχες αναντίστοιχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Αναντίστοιχος σε μέγεθος...

Ετυμολογία

αναντίστοιχος < αν- στερητικό + [[|αντίστοιχος[[[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.nanˈdi.sti.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναντίστοιχος

Επίθετο

αναντίστοιχος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη στοίχος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.