ανακεφαλαιοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανακεφαλαιοποιώ < ανα- + κεφαλαιοποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανακεφαλαιοποιώ | ανακεφαλαιοποιούσα | θα ανακεφαλαιοποιώ | να ανακεφαλαιοποιώ | ανακεφαλαιοποιώντας | |
| β' ενικ. | ανακεφαλαιοποιείς | ανακεφαλαιοποιούσες | θα ανακεφαλαιοποιείς | να ανακεφαλαιοποιείς | (ανακεφαλαιοποίει) | |
| γ' ενικ. | ανακεφαλαιοποιεί | ανακεφαλαιοποιούσε | θα ανακεφαλαιοποιεί | να ανακεφαλαιοποιεί | ||
| α' πληθ. | ανακεφαλαιοποιούμε | ανακεφαλαιοποιούσαμε | θα ανακεφαλαιοποιούμε | να ανακεφαλαιοποιούμε | ||
| β' πληθ. | ανακεφαλαιοποιείτε | ανακεφαλαιοποιούσατε | θα ανακεφαλαιοποιείτε | να ανακεφαλαιοποιείτε | ανακεφαλαιοποιείτε | |
| γ' πληθ. | ανακεφαλαιοποιούν(ε) | ανακεφαλαιοποιούσαν(ε) | θα ανακεφαλαιοποιούν(ε) | να ανακεφαλαιοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανακεφαλαιοποίησα | θα ανακεφαλαιοποιήσω | να ανακεφαλαιοποιήσω | ανακεφαλαιοποιήσει | ||
| β' ενικ. | ανακεφαλαιοποίησες | θα ανακεφαλαιοποιήσεις | να ανακεφαλαιοποιήσεις | ανακεφαλαιοποίησε | ||
| γ' ενικ. | ανακεφαλαιοποίησε | θα ανακεφαλαιοποιήσει | να ανακεφαλαιοποιήσει | |||
| α' πληθ. | ανακεφαλαιοποιήσαμε | θα ανακεφαλαιοποιήσουμε | να ανακεφαλαιοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | ανακεφαλαιοποιήσατε | θα ανακεφαλαιοποιήσετε | να ανακεφαλαιοποιήσετε | ανακεφαλαιοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | ανακεφαλαιοποίησαν ανακεφαλαιοποιήσαν(ε) |
θα ανακεφαλαιοποιήσουν(ε) | να ανακεφαλαιοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανακεφαλαιοποιήσει | είχα ανακεφαλαιοποιήσει | θα έχω ανακεφαλαιοποιήσει | να έχω ανακεφαλαιοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανακεφαλαιοποιήσει | είχες ανακεφαλαιοποιήσει | θα έχεις ανακεφαλαιοποιήσει | να έχεις ανακεφαλαιοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανακεφαλαιοποιήσει | είχε ανακεφαλαιοποιήσει | θα έχει ανακεφαλαιοποιήσει | να έχει ανακεφαλαιοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανακεφαλαιοποιήσει | είχαμε ανακεφαλαιοποιήσει | θα έχουμε ανακεφαλαιοποιήσει | να έχουμε ανακεφαλαιοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανακεφαλαιοποιήσει | είχατε ανακεφαλαιοποιήσει | θα έχετε ανακεφαλαιοποιήσει | να έχετε ανακεφαλαιοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανακεφαλαιοποιήσει | είχαν ανακεφαλαιοποιήσει | θα έχουν ανακεφαλαιοποιήσει | να έχουν ανακεφαλαιοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
ανακεφαλαιοποιώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.