ανακάλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανακάλημα τα ανακαλήματα
      γενική του ανακαλήματος των ανακαλημάτων
    αιτιατική το ανακάλημα τα ανακαλήματα
     κλητική ανακάλημα ανακαλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανακάλημα < μεσαιωνική ελληνική ἀνακάλημα[1] < αρχαία ελληνική ἀνακαλέω < ἀνά + καλέω

Ουσιαστικό

ανακάλημα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ανακάλημα -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.