αναιτιολόγητα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναιτιολόγητα < αναιτιολόγητος

Επίρρημα

αναιτιολόγητα

  • χωρίς καμία δικαιολογία, δίχως αιτιολόγηση, χωρίς αιτία, χωρίς να προκληθεί
...απέλυσε ομαδικά και αναιτιολόγητα μόνιμους εκπαιδευτικούς
Μου επιτέθηκε αναιτιολόγητα, στα καλά καθούμενα, ενώ είμαστε χρόνια φίλες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.