αναζητησιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναζητησιμότητα | οι | αναζητησιμότητες |
| γενική | της | αναζητησιμότητας | των | αναζητησιμοτήτων |
| αιτιατική | την | αναζητησιμότητα | τις | αναζητησιμότητες |
| κλητική | αναζητησιμότητα | αναζητησιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναζητησιμότητα < αναζητήσιμος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική searchability)
Ουσιαστικό
αναζητησιμότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η ιδιότητα του αναζητήσιμου, η δυνατότητα ή η ευκολία αναζήτησης
Μεταφράσεις
αναζητησιμότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.