ανέκφραστα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανέκφραστα < ανέκφραστος

Επίρρημα

ανέκφραστα

  1. με τρόπο ανέκφραστο, που δεν προδίδει-φανερώνει-υποδηλώνει συναισθηήματα
    Παρακολουθούσε την ταινία ανέκφραστα, σαν να ήταν αλλού το μυαλό του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.