αμφιρρεπής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφιρρεπής η αμφιρρεπής το αμφιρρεπές
      γενική του αμφιρρεπούς* της αμφιρρεπούς του αμφιρρεπούς
    αιτιατική τον αμφιρρεπή την αμφιρρεπή το αμφιρρεπές
     κλητική αμφιρρεπή(ς) αμφιρρεπής αμφιρρεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφιρρεπείς οι αμφιρρεπείς τα αμφιρρεπή
      γενική των αμφιρρεπών των αμφιρρεπών των αμφιρρεπών
    αιτιατική τους αμφιρρεπείς τις αμφιρρεπείς τα αμφιρρεπή
     κλητική αμφιρρεπείς αμφιρρεπείς αμφιρρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμφιρρεπής < αρχαία ελληνική ἀμφιρρεπής < ἀμφί + ῥέπω

Επίθετο

αμφιρρεπής, -ής, -ές

  1. (λόγιο) ο αμφίρροπος, ισόπαλος
  2. (λόγιο) αμφίρροπος, αναποφάσιστος, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.