αμπερώριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμπερώριο τα αμπερώρια
      γενική του αμπερώριου
& αμπερωρίου
των αμπερώριων
& αμπερωρίων
    αιτιατική το αμπερώριο τα αμπερώρια
     κλητική αμπερώριο αμπερώρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμπερώριο < αμπέρ + ώρα + -ιο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ampère-heure)

Ουσιαστικό

αμπερώριο ουδέτερο

Συγγενικά

  • αμπερωριόμετρο
  •  δείτε τις λέξεις αμπέρ και ώρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.