αμπελοφιλοσοφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αμπελοφιλοσοφώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
αμπελοφιλοσοφώ
- φιλοσοφώ πρόχειρα παίρνοντας αφορμή από γεγονότα ή καταστάσεις της καθημερινής ζωής
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αμπελοφιλοσοφώ | αμπελοφιλοσοφούσα | θα αμπελοφιλοσοφώ | να αμπελοφιλοσοφώ | αμπελοφιλοσοφώντας | |
| β' ενικ. | αμπελοφιλοσοφείς | αμπελοφιλοσοφούσες | θα αμπελοφιλοσοφείς | να αμπελοφιλοσοφείς | (αμπελοφιλοσόφει) | |
| γ' ενικ. | αμπελοφιλοσοφεί | αμπελοφιλοσοφούσε | θα αμπελοφιλοσοφεί | να αμπελοφιλοσοφεί | ||
| α' πληθ. | αμπελοφιλοσοφούμε | αμπελοφιλοσοφούσαμε | θα αμπελοφιλοσοφούμε | να αμπελοφιλοσοφούμε | ||
| β' πληθ. | αμπελοφιλοσοφείτε | αμπελοφιλοσοφούσατε | θα αμπελοφιλοσοφείτε | να αμπελοφιλοσοφείτε | αμπελοφιλοσοφείτε | |
| γ' πληθ. | αμπελοφιλοσοφούν(ε) | αμπελοφιλοσοφούσαν(ε) | θα αμπελοφιλοσοφούν(ε) | να αμπελοφιλοσοφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αμπελοφιλοσόφησα | θα αμπελοφιλοσοφήσω | να αμπελοφιλοσοφήσω | αμπελοφιλοσοφήσει | ||
| β' ενικ. | αμπελοφιλοσόφησες | θα αμπελοφιλοσοφήσεις | να αμπελοφιλοσοφήσεις | αμπελοφιλοσόφησε | ||
| γ' ενικ. | αμπελοφιλοσόφησε | θα αμπελοφιλοσοφήσει | να αμπελοφιλοσοφήσει | |||
| α' πληθ. | αμπελοφιλοσοφήσαμε | θα αμπελοφιλοσοφήσουμε | να αμπελοφιλοσοφήσουμε | |||
| β' πληθ. | αμπελοφιλοσοφήσατε | θα αμπελοφιλοσοφήσετε | να αμπελοφιλοσοφήσετε | αμπελοφιλοσοφήστε | ||
| γ' πληθ. | αμπελοφιλοσόφησαν αμπελοφιλοσοφήσαν(ε) |
θα αμπελοφιλοσοφήσουν(ε) | να αμπελοφιλοσοφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αμπελοφιλοσοφήσει | είχα αμπελοφιλοσοφήσει | θα έχω αμπελοφιλοσοφήσει | να έχω αμπελοφιλοσοφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αμπελοφιλοσοφήσει | είχες αμπελοφιλοσοφήσει | θα έχεις αμπελοφιλοσοφήσει | να έχεις αμπελοφιλοσοφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αμπελοφιλοσοφήσει | είχε αμπελοφιλοσοφήσει | θα έχει αμπελοφιλοσοφήσει | να έχει αμπελοφιλοσοφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αμπελοφιλοσοφήσει | είχαμε αμπελοφιλοσοφήσει | θα έχουμε αμπελοφιλοσοφήσει | να έχουμε αμπελοφιλοσοφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αμπελοφιλοσοφήσει | είχατε αμπελοφιλοσοφήσει | θα έχετε αμπελοφιλοσοφήσει | να έχετε αμπελοφιλοσοφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αμπελοφιλοσοφήσει | είχαν αμπελοφιλοσοφήσει | θα έχουν αμπελοφιλοσοφήσει | να έχουν αμπελοφιλοσοφήσει |
| |
Μεταφράσεις
αμπελοφιλοσοφώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.