αμμόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αμμόμετρο | τα | αμμόμετρα |
| γενική | του | αμμόμετρου & αμμομέτρου |
των | αμμόμετρων & αμμομέτρων |
| αιτιατική | το | αμμόμετρο | τα | αμμόμετρα |
| κλητική | αμμόμετρο | αμμόμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμμόμετρο < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.