αμμοβολιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αμμοβολιστής | οι | αμμοβολιστές |
| γενική | του | αμμοβολιστή | των | αμμοβολιστών |
| αιτιατική | τον | αμμοβολιστή | τους | αμμοβολιστές |
| κλητική | αμμοβολιστή | αμμοβολιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.