αμεταποίητα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμεταποίητα < αμεταποίητος + < (ελληνιστική κοινή) ἀμεταποίητος < αρχαία ελληνική μετά + ποιέω

Επίρρημα

αμεταποίητα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αμεταποίητα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.