αλταία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλταία | οι | αλταίες |
| γενική | της | αλταίας | των | αλταιών |
| αιτιατική | την | αλταία | τις | αλταίες |
| κλητική | αλταία | αλταίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλταία < αλθαία
Μεταφράσεις
αλταία
|
Πηγές
- αλταία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.