αλληλοβοηθιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αλληλοβοηθιέμαι | αλληλοβοηθιόμουν(α) | θα αλληλοβοηθιέμαι | να αλληλοβοηθιέμαι | ||
| β' ενικ. | αλληλοβοηθιέσαι | αλληλοβοηθιόσουν(α) | θα αλληλοβοηθιέσαι | να αλληλοβοηθιέσαι | ||
| γ' ενικ. | αλληλοβοηθιέται | αλληλοβοηθιόταν(ε) | θα αλληλοβοηθιέται | να αλληλοβοηθιέται | ||
| α' πληθ. | αλληλοβοηθιόμαστε | αλληλοβοηθιόμαστε αλληλοβοηθιόμασταν |
θα αλληλοβοηθιόμαστε | να αλληλοβοηθιόμαστε | ||
| β' πληθ. | αλληλοβοηθιέστε | αλληλοβοηθιόσαστε αλληλοβοηθιόσασταν |
θα αλληλοβοηθιέστε | να αλληλοβοηθιέστε | αλληλοβοηθιέστε | |
| γ' πληθ. | αλληλοβοηθιούνται | αλληλοβοηθιόνταν(ε) αλληλοβοηθιούνταν αλληλοβοηθιόντουσαν |
θα αλληλοβοηθιούνται | να αλληλοβοηθιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αλληλοβοηθήθηκα | θα αλληλοβοηθηθώ | να αλληλοβοηθηθώ | αλληλοβοηθηθεί | ||
| β' ενικ. | αλληλοβοηθήθηκες | θα αλληλοβοηθηθείς | να αλληλοβοηθηθείς | αλληλοβοηθήσου | ||
| γ' ενικ. | αλληλοβοηθήθηκε | θα αλληλοβοηθηθεί | να αλληλοβοηθηθεί | |||
| α' πληθ. | αλληλοβοηθηθήκαμε | θα αλληλοβοηθηθούμε | να αλληλοβοηθηθούμε | |||
| β' πληθ. | αλληλοβοηθηθήκατε | θα αλληλοβοηθηθείτε | να αλληλοβοηθηθείτε | αλληλοβοηθηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αλληλοβοηθήθηκαν αλληλοβοηθηθήκαν(ε) |
θα αλληλοβοηθηθούν(ε) | να αλληλοβοηθηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αλληλοβοηθηθεί | είχα αλληλοβοηθηθεί | θα έχω αλληλοβοηθηθεί | να έχω αλληλοβοηθηθεί | αλληλοβοηθημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αλληλοβοηθηθεί | είχες αλληλοβοηθηθεί | θα έχεις αλληλοβοηθηθεί | να έχεις αλληλοβοηθηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αλληλοβοηθηθεί | είχε αλληλοβοηθηθεί | θα έχει αλληλοβοηθηθεί | να έχει αλληλοβοηθηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αλληλοβοηθηθεί | είχαμε αλληλοβοηθηθεί | θα έχουμε αλληλοβοηθηθεί | να έχουμε αλληλοβοηθηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αλληλοβοηθηθεί | είχατε αλληλοβοηθηθεί | θα έχετε αλληλοβοηθηθεί | να έχετε αλληλοβοηθηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αλληλοβοηθηθεί | είχαν αλληλοβοηθηθεί | θα έχουν αλληλοβοηθηθεί | να έχουν αλληλοβοηθηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.