αλληλένδετα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλληλένδετα < αλληλένδετος

Επίρρημα

αλληλένδετα

  • για πράγματα τα οποία είναι άμεσα συνδεδεμένα με κάποια σχέση και έχουν κοινό αντικείμενο αναφοράς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.