αλληλέγγυο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλληλέγγυο τα αλληλέγγυα
      γενική του αλληλέγγυου των αλληλέγγυων
    αιτιατική το αλληλέγγυο τα αλληλέγγυα
     κλητική αλληλέγγυο αλληλέγγυα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλληλέγγυο < μεσαιωνική ελληνική ἀλληλέγγυον < (ελληνιστική κοινή) ἀλληλέγγυος

Ουσιαστικό

αλληλέγγυο ουδέτερο

  • (οικονομία) (ιστορία) βυζαντινός νόμος (10ος αι.) που όριζε ότι οι πλούσιοι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν το φόρο των φτωχών γειτόνων τους, όσων δεν ήταν σε θέση να αντεπεξέλθουν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, προστατεύοντάς τους από τις αυθαιρεσίες των Δυνατών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.