αλλαντοπώλισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλαντοπώλισσα οι αλλαντοπώλισσες
      γενική της αλλαντοπώλισσας των αλλαντοπωλισσών
    αιτιατική την αλλαντοπώλισσα τις αλλαντοπώλισσες
     κλητική αλλαντοπώλισσα αλλαντοπώλισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλλαντοπώλισσα < αλλαντοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

αλλαντοπώλισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.