αλλάξει
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
αλλάξει
απαρέμφατο αορίστου του ρήματος
αλλάζω
θα αλλάξει
:
γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
αλλάζω
να αλλάξει
:
γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
αλλάζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.